πολύστηλος

πολύστηλος
-η, -ο
αυτός που έχει πολλές στήλες: Πολύστηλο άρθρο εφημερίδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύστηλος — η, ο, Ν (ιδίως για γραπτό κείμενο) 1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές στήλες («πολύστηλο άρθρο») 2. (κατ επέκτ.) εκτεταμένος, μακροσκελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στηλος (< στήλη), πρβλ. μονό στηλος] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”